Κάτω από εκεί που άνοιξαν οι πύλες της φωτιάς,
κάτω από το δρόμο με τα ανάγλυφα ονόματα
η σκιά σου παίρνει σάρκα και οστά.
Ενδίδεις συνθλίβοντας το κέλυφος της μοναξιάς
Ενδύεσαι τα χρώματα της ποικιλοχρώμου φύσης
κι εισβάλλεις στο βαθύπεδο
που χωρίζει τη μέρα από τη νύκτα.
Η αγάπη βρίσκει καταφύγιο
στο αινιγματικό σου χαμόγελο,
καθώς σηκώνεις τις ασπίδες του σώματος
ν' αντικρούσεις την επέλαση της φθοράς.
Αφήνεις την ομίχλη του πρωινού
να καλύψει τα χαρακώματα του χρόνου
Να γίνονται παγίδα στα όνειρα που ξεστράτισαν
ή διέψευσαν τις άστοργες ελπίδες
Στα όνειρα καθώς ίπτανται
στα ατελεύτητα μονοπάτια της αιωνιότητας.